Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Αποζημίωση εργατικού ατυχήματος λόγω άγχους - Η μεγάλη καινοτομία της δικαστικής απόφασης



Μία πρωτοφανή απόφαση εξέδωσε πρόσφατα το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών σε υπόθεση εργατικού ατυχήματος. Συγκεκριμένα με την υπ’ αριθμ. 1358/2018 απόφασή του, το ανωτέρω δικαστήριο επιδίκασε αποζημίωση υπέρ της συζύγου και του υιού εργαζομένου, ο οποίος αποβίωσε λόγω εμφράγματος που, όπως δέχθηκε το δικαστήριο, προκλήθηκε λόγω έντονου εργασιακού άγχους.


Η μεγάλη καινοτομία της εν λόγω απόφασης συνίσταται στο γεγονός ότι, με αυτή εντάχθηκε στην έννοια του εργατικού ατυχήματος η βλάβη της υγείας ή η απώλεια ζωής εργαζομένου, που προκλήθηκε μεν από συγκεκριμένη ιατρικώς καταγεγραμμένη αιτία, οφείλεται όμως σε επιβάρυνση του οργανισμού λόγω άγχους που οφείλεται στην εργασία.

Με τον τρόπο αυτό -και φυσικά υπό τις προϋποθέσεις που διέγνωσε στην συγκεκριμένη περίπτωση το Δικαστήριο και κυρίως την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του εργασιακού άγχους και της πρόκλησης του ξαφνικού συμβάντος που οδήγησε στον θάνατο- διευρύνεται κατά πολύ η έννοια του εργατικού ατυχήματος, με αποτέλεσμα να μπορεί να περιληφθούν στην έννοια αυτού και μακροχρόνιες επιβαρυντικές της υγείας καταστάσεις που κατατείνουν σταδιακά σε ιατρικώς ελέγξιμη βλάβη της υγείας ή ακόμα και στον θάνατο. Πρακτικά, όμως, η συγκεκριμένη διεύρυνση μπορεί να σταθεί αφορμή για την υπαγωγή περισσότερων ζημιογόνων για την υγεία καταστάσεων που δημιουργούνται στους εργασιακούς χώρους στην έννοια του εργατικού ατυχήματος.

Στην περίπτωση που στάθηκε η αφορμή για την έκδοση της υπ’ αριθμ. 1358/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο θανών εργαζόμενος αποβίωσε εξαιτίας εμφράγματος. Το Δικαστήριο, όμως, κατόπιν αγωγής της συζύγου και του γιου του έκρινε ότι ο θάνατος εξαιτίας εμφράγματος «…συνδέεται αιτιωδώς με το έντονο εργασιακό άγχος το οποίο αυτός βίωσε λόγω της ανασφάλειας και αβεβαιότητας ως προς την εργασιακή του σχέση ενόψει της επικείμενης αναδιοργάνωσης της εργοδότριας του…». Μάλιστα το Δικαστήριο καταλογίζει στην εργοδότρια εταιρεία ότι, παρότι προέβη σε διαδικασία αναδιοργάνωσης, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια κάποιων θέσεων εργασίας, εντούτοις δεν έλαβε τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα για την αποτροπή δημιουργίας υπέρμετρου εργασιακού άγχους στους εργαζομένους, ούτε παρείχε σε αυτούς εκ των προτέρων τις κατάλληλες διευκρινήσεις, ώστε να προστατεύσει αυτούς από τις επιπτώσεις της ανακατανομής της εργασίας στην ψυχική και σωματική τους υγεία.

Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εργοδότρια εταιρεία «…δεν έλαβε κανένα μέτρο εξουδετέρωσης της πηγής του εργασιακού άγχους του συγκεκριμένου εργαζόμενου παρότι γνώριζε ότι αυτός βίωνε έντονο εργασιακό στρες που τον είχε φανερά οδηγήσει στα όρια της κατάρρευσης…» εξαιτίας της εργασιακής ανασφάλειας.

Εν τέλει το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, ο θανών εργαζόμενος με υπαιτιότητα της εργοδότριας εταιρείας «…αναγκάστηκε να βρίσκεται επί μακρόν διαρκώς υπό εξαιρετικές και έκτακτες συνθήκες εργασιακού άγχους το οποίο προκάλεσε την ασυνήθη εξασθένηση του οργανισμού του και εν τέλει τον θάνατό του λόγω εμφράγματος…», θεώρησε δε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποφευχθεί μέσω της αποσαφήνισης του μέλλοντος της εργασιακής του σχέσης για να αποτρέψει το μοιραίο αποτέλεσμα.

Με αυτό το συμπέρασμα σε συνδυασμό με το ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης, το έντονο άγχος μπορεί να οδηγήσει σε έμφραγμα, το δικαστήριο οδηγήθηκε σε κρίση περί του ότι η περίπτωση αυτή συνιστά εργατικό ατύχημα, επιδίκασε δε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης των συγγενών του αποθανόντος.